Ελεύθερη Απόδοση στα Νέα Ελληνικά:

Η εκτεταμένη οροσειρά του Πηλίου, ξεκινώντας από το ακρωτήριο Δερματά και φτάνοντας μέχρι το ακρωτήριο του Αγίου Γεωργίου, την περίφημη στους αρχαίους Σηπιάδα άκρη, εκτείνεται σε μήκος 20 ωρών από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά.

Ο Στράβων, αποδίδοντας έκταση μόλις 80 σταδίων στο Πήλιο, αφήνει εντελώς ανώνυμη την οροσειρά που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτό και την Όσσα, την ονομαζόμενη σήμερα από τους ντόπιους Μαυροβούνι. Ο Ηρόδοτος, πιο συνεπής με την πραγματικότητα, αναφέρει ότι η Ίσσα και το Πήλιο “ενώνονται στους πρόποδές τους” και συμπεριλαμβάνει και το Μαυροβούνι στην εκτεταμένη οροσειρά του Πηλίου.

Διακρίνουμε στο βουνό δύο πλευρές, την ανατολική και τη δυτική. Η πρώτη, στραμμένη προς το Αιγαίο πέλαγος, είναι, όπως παρατηρεί και ο Στράβων, εξαιρετικά τραχιά, κατερχόμενη απότομα κατά το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τη θάλασσα και έχοντας λίγους και μικρούς όρμους, μάλιστα και αυτούς πολύ επικίνδυνους για τους ναυτιλλομένους, γι’ αυτό και ονομάζεται “άξενος ακτή” από τον Ευριπίδη. Εκεί παρατηρούνται οι τραχείς και απότομοι βράχοι, που ονομάζονταν από τους αρχαίους “Ιπνοί” λόγω του σχήματός τους. Εκεί προεξέχει μέσα στη θάλασσα η σπηλαιώδης Σηπιάς άκρα, και τα δύο φημισμένα στην αρχαιότητα για το ναυάγιο του Περσικού στόλου πριν από τη ναυμαχία της Αρτεμισίας.

Η πλευρά αυτή είναι καλυμμένη στα ψηλότερα μέρη της από ατελείωτα δάση οξυάς, τα οποία κατερχόμενα μέχρι τη ζώνη όπου βρίσκονται τα χωριά της πλαγιάς, αντικαθίστανται από συκαμιές, καστανιές, μηλιές, συκιές και άλλα καρποφόρα δέντρα, και ακόμα πιο χαμηλά από ελιές και αμπέλια. Στην παραλία, σε μικρές κοιλάδες που βρίσκονται στους πρόποδες του βουνού κάτω από την προστασία των δροσερών ανέμων, ευδοκιμεί και η βαθυπράσινη πορτοκαλιά, η σιωπηλή μυρτιά και η φιλόξενη δάφνη. Η πλευρά αυτή έχει πολλά και βαθιά φαράγγια, όπου τα νερά που κυλούν από τις κορυφές του βουνού πέφτουν με μεγάλο θόρυβο, ο οποίος, όταν φυσάει δυνατός Απηλιώτης και ενώνεται με τον θόρυβο που έρχεται από τα κύματα, αυξάνει ακόμα περισσότερο το επιβλητικό μεγαλείο και την υψηλή εντύπωση που προκαλεί αυτή η άγρια πλευρά του Πηλίου. Η δυτική πλευρά του βουνού παρουσιάζει εντελώς διαφορετική όψη. Το νοτιότερο τμήμα της, στραμμένο προς τον Πελασγικό κόλπο, δεν έχει την άγρια και ρομαντική ομορφιά της προαναφερθείσας πλευράς. Κατερχόμενη ομαλά και όχι απότομα μέσα από καταπράσινες και πανέμορφες κοιλάδες μέχρι τις ακτές του κόλπου, σχηματίζει στους πρόποδες ιδιαίτερα του βουνού μια από τις ωραιότερες εκείνες ειδυλλιακές χώρας που ύμνησε η Μούσα του Θεοκρίτου και του Βιργιλίου.

Οι χαμηλότερες περιοχές αυτής της πλευράς καλύπτονται από ένα εκτεταμένο ελαιώνα, ο οποίος εκτείνεται σε μήκος 12 ωρών και σε πλάτος ξεκινώντας από την παραλία και φτάνοντας μέχρι τα μισά του βουνού, όπου βρίσκεται η ζώνη των χωριών σε αυτή την πλευρά. Τα χωριά αυτά, όπως και αυτά της ανατολικής πλευράς, σκιάζονται από πλήθος πλατάνων, συκαμιών, αιγείρων και ποικίλων καρποφόρων δέντρων, ενώ διαρρέονται και από άφθονα νερά, καθιστώντας, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, την παραμονή σε αυτά εξαιρετικά ευχάριστη.

Πάνω από αυτή τη ζώνη, η δυτική πλευρά του Πηλίου είναι γυμνή λόγω της συνεχούς υλοτομίας για την παραγωγή ξύλου για καύση, την οποία υπέστη, και λόγω της καταστροφής των δασών για την απόκτηση γης για τη φύτευση των γεωμήλων. Ωστόσο, παρόλο που είναι γυμνή, είναι χωματώδης (έχει σύσταση, χρώμα εδάφους/χώματος) και γεωργήσιμη μέχρι τις υψηλότερες ράχες του βουνού. Από αυτές, πάνω από το χωριό Πορταριά, υψώνεται η υψηλότερη κορυφή του βουνού, η οποία αποτελείται από φαιό τιτανόλιθο, είναι γυμνή και άνυδρη, με απόλυτο ύψος 5.000 πόδια. Η θέα από την κορυφή του Πηλίου είναι εξίσου εντυπωσιακή με αυτή του Ολύμπου και της Όσσας. Και προς την ανατολή απλώνεται κάτω από τα μάτια του θεατή το γαλάζιο και υγρό πεδίο του Αιγαίου, που εκτείνεται μέχρι τις ακτές του Άθω, των οποίων οι κορυφές διαγράφονται καθαρά στον ορίζοντα, προς τη δύση απλώνεται το όμορφο Θεσσαλικό πεδίο, στη βορειοδυτική γωνία του οποίου, κοντά στις πρόποδες του Πηλίου, εκτείνεται σαν μεγάλος καθρέφτης η λίμνη Βοιβηίδα και προς το νότο τα γαλάζια νερά του Πελασγικού κόλπου, και πίσω από αυτά η Όθρυς, η Οίτη, και στο βάθος του ορίζοντα ο μεγαλοπρεπής όγκος του Παρνασσού. Από αυτή την κορυφή, κατά τους μυθολογικούς χρόνους, οι Αργοναύτες παρακολουθούσαν τον ευρύ ορίζοντα, ονειρεύοντας πέρα από αυτόν την θαυμαστή χώρα του χρυσού δέρατος. Εκεί βρισκόταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δικαιάρχου, ο ναός του Ακραίου Διός, όπου κατά τα κυνικά καύματα: ανέβαιναν οι πρόκριτοι της Δημητριάδας φορώντας νέα κώδια για το κρύο στην κορυφή. Κάτω από αυτή την κορυφή ακόμη σώζεται, αλλά δεν διατηρεί την ομορφιά που υμνούσε ο Κοΐντος, το σπήλαιο του Κενταύρου Χείρωνα, που έχει καλυφθεί από έναν βράχο που έχει κυλήσει από την κορυφή. Το βορειότερο τμήμα της δυτικής πλευράς του Πηλίου, που περιβάλλει από την ανατολή τη λίμνη Βοιβηίδα και μέρος του Θεσσαλικού πεδίου, είναι γυμνή· όμως, υπάρχουν μερικοί νάνοι και αραιοί θάμνοι, παρά το φαιό χρώμα του τιτανόλιθου, από τον οποίο αποτελείται αυτή η πλευρά.

Το Πήλιο μνημονεύεται συχνά από τους αρχαίους συγγραφείς και ποιητές. Ο Όμηρος το ονομάζει “εινοσίφυλλον” {φύλλο-σείων (σείω>ταρακουνώ), τρεμουλιαστό, με φύλλα που τρεμουλιάζουν} λόγω των σφοδρών καταιγίδων που πλήττουν τα πυκνά δάση του. Ο Ησίοδος, λόγω της αφθονίας των δέντρων, το ονομάζει “ύληεν” (δασώδες). Ο Οβίδιος, αναφερόμενος στα δάση του Πηλίου, καλύπτει το βουνό με πεύκα και δρυς, δέντρα που δεν απαντώνται εκεί. Δρυς όντως υπάρχουν, σχηματίζοντας ιερά άλση γύρω από κάποια εξωκκλήσια, ενώ οι πτελέες, που ο Βιργίλιος τοποθετεί στο βουνό, σπανίως παρατηρούνται.

Λεπτομερέστερη περιγραφή του Πηλίου μας άφησε ο Δικαίαρχος στην “Αναγραφή του Πηλίου”. Εκτός από τα δέντρα που υπάρχουν ακόμα και σήμερα στο βουνό, αναφέρει και την ελάτη, η οποία, παλαιότερα πιο συχνή, πλέον σπανίζει και απαντάται μόνο στις όχθες ενός ρέματος βόρεια της Μακρινίτσας, που ονομάζεται “Ελατόρρευμα”. Λανθασμένα, λοιπόν, οι νεότεροι περιηγητές αρνούνται την ύπαρξη ελάτης στο Πήλιο.

Ο Δικαίαρχος αναφέρει ένα φυτό που φυτρώνει στο βουνό, όμοιο με λευκή μυρτιά, το οποίο έχει την ιδιότητα να κάνει το σώμα αναίσθητο σε κρύο και ζέστη. Προσθέτει όμως ότι φυτρώνει σε απόκρημνα μέρη, είναι δύσκολο να βρεθεί και, ακόμα και όταν βρεθεί, είναι δύσκολο να μαζευτεί.

Εκτός από τα προαναφερθέντα, το Πήλιο θεωρείται και το κατ’ εξοχήν ιαματικό βουνό της Ελλάδας. Εκεί φυτρώνει το κώνειο, ο υοσκύαμος, η εὐθάλεια, το γλυκύπικρο, το κενταύριον, η άγρια νάρδος, το κοχλικόν, το στραμώνιον, και πλήθος άλλων ιαματικών φυτών, των οποίων τη χρήση για διάφορες ασθένειες κάνουν αυτοδίδακτοι θεραπευτές, εμπνευσμένοι από το πνεύμα του Χείρωνα, που περιπλανιέται στις πλαγιές του Πηλίου. Εκτός από την ποικιλία δέντρων, φυτών και λουλουδιών, το προνομιακό αυτό βουνό έχει προικιστεί από τη φύση και με ποικιλία ορυκτών.

Τα τελευταία χρόνια, που σε όλη σχεδόν την Ελληνική χερσόνησο παρατηρήθηκε μια πυρετώδης κίνηση για την αναζήτηση ορυκτών, ανακαλύφθηκαν στο Πήλιο χρωμικός σίδηρος, μαγγάνιο και θειικό αρσενικό, τα οποία δυστυχώς παραμένουν ανεκμετάλλευτα μέχρι σήμερα.

Έτσι λοιπόν, από την άποψη της φυσικής του ομορφιάς, το Πήλιο ήταν διάσημο κατά τους ηρωικούς χρόνους της Ελλάδας. Οι Γίγαντες ήθελαν να το ξεριζώσουν και να το τοποθετήσουν πάνω στην Όσσα για να πολιορκήσουν την ψηλή κορυφή του Ολύμπου, την κατοικία των αρχαίων θεών. Στην άκρη της Σηπιάδας και μέσα στο κοίλωμα της σπηλιάς της, η Θέτις, διωκόμενη από τον Πηλέα και μεταμορφωμένη σε νερό, φωτιά, λέοντα και δράκο, υποκύπτει τελικά στον ήρωα και αρπάζεται από αυτόν. Στην μακρινή άκρη του Πηλίου και στις πλαγιές του κάθισαν οι θεοί και οι θεές στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδος, και εκεί ρίχτηκε από την Έριδα ανάμεσα στις καλεσμένες θεές Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη το μήλο με την επιγραφή “η ωραία ας το πάρει”. Στο Πήλιο κόπηκε από το τσεκούρι των Αργοναυτών το δέντρο από το οποίο κατασκευάστηκε η Αργώ, και από τις ρίζες του απέπλευσε το πρώτο πλοίο της Ελλάδας προς άγνωστες μέχρι τότε ακτές για να αναζητήσει το χρυσόμαλλο δέρας. Στις πλαγιές του Πηλίου τέλος ζούσε ο σοφότερος και πιο αρετής άντρας της εποχής του, ο Κένταυρος Χείρωνας, ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο οποίος ζούσε μέσα στα σπήλαια και τα πυκνά δάση του Πηλίου τρεφόμενος με κρέας λιονταριών.

Μετά τους Ομηρικούς χρόνους, το βουνό έπεσε σε αφάνεια, διάσημο μόνο για τις μυθολογικές του αναμνήσεις και τις ομορφιές του, που η φύση του χάρισε άφθονες από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και παραμένουν αλώβητες, μάλιστα αυξάνονται ακόμα περισσότερο στις μέρες μας και από τις πανέμορφες κωμοπόλεις που είναι χτισμένες πάνω του, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται και η κωμόπολη Άγιος Λαυρέντιος, την περιγραφή της οποίας εκθέτουμε παρακάτω.

Σωκράτης Βαμβάκος
Ιστορικός – Λαογράφος
(1891 – 1972)

Πρωτότυπο Κείμενο:

Ἡ μακρὰ σειρὰ τοῦ Πηλίου, ἐκτείνεται ἀρχομένη ἀπὸ τοὺ ἀκρωτηρίου Δερματᾶ καὶ τελευτῶσα εἰς τὸ ἀκρωτήριον τοῦ ̔Αγίου Γεωργίου, τὴν περιλάλητον παρὰ τοῖς ἀρχαῖοις Σηπιάδα ἄκραν, ἐκτεινομένη ἐπὶ 20 ὥρας ἐκ τοῦ ΒΔ πρὸς τὸ ΝΑ.

Καὶ ὁ μὲν Στράβων, ἀπαδίδων 80 μόνον σταδίους ἔκτασιν εἰς τὸ Πήλιον, ἀφίνει ὅλως ἀκατανόμαστον τὴν μεταξύ αὐτοῦ καὶ τῆς Ὄσσης ὀρεινὴν σειράν, τὴν καλουμένην σήμερον ὑπὸ τῶν ἐντοπίων Μαυροβοῦνι· ὁ δὲ Ηρόδοτος, συμφωνότερον τοῖς πράγμασι λέγων, ὅτι ἡ Ἴσσα καὶ τὸ Πήλιον συμμιγνύουσι τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι συγκαταλέγει καὶ τὸ Μαυροβούνι εἰς τὴν μακρὰν σειρὰν τοῦ Πηλίου. Διακρίνομεν δὲ εἰς τὸ ὄρος δύο πλευράς τὴν ἀνανολικὴν καὶ τὴν δυτικήν· καὶ ἡ μὲν πρώτη, ἐστραμμένη πρὸς τὸ Αἰγαῖον πέλαγος εἶναι, ὡς καὶ ὁ Στράβων παρατηρεῖ, ἐκτάκτως τραχεία, κατερχομένη ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀποτόμως μέχρι θαλάσσης καὶ ἔχουσα ὀλίγους τινὰς καὶ μικρούς όρμους, καὶ τούτους λίαν ἐπισφαλεῖς εἰς τοὺς ναυτιλομένους, δι’ ὃ καὶ ἄξενος ἀκτὴ ἀποκαλεῖται ὑπὸ τοῦ Εὐριπίδου. Ενταῦθα παρατηροῦνται οἱ τραχεῖς ἐκεῖνοι καὶ ἀπότομοι βράχοι, οἱ ὑπὸ τῶν ἀρχαίων διὰ τὸ σχῆμα των καλούμενοι ‘Ιπνοί·  ἐνταῦθα προέχει ἐντὸς τῆς θαλάσσης ἡ σπηλαιώδης Σηπιὰς ἄκρα, περιλάλητα ἀμφότερα κατὰ τὴν ἀρχαιότητα διὰ τὸ ἐπ ̓ αὐτῶν ναυάγιον τοῦ Περσικού στόλου πρὸ τῆς κατὰ τὸ Αρτεμίσιον ναυμαχίας. Εἶναι δὲ ἡ πλευρὰ αὕτη ἐν μὲν ταῖς ἀνωτέρω μοίραις κεκαλυμμένη ὑπὸ ἀπεράντων δασῶν ὀξυῶν, ἅτινα κατερχόμενα μέχρι τῆς ζώνης, ἐν ᾗ κεῖν ται τὰ ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ταύτης χωρία, ἀντικαθίστανται ὑπὸ συκαμινεῶν, καστανεῶν, μηλεῶν, συκῶν καὶ ἄλλων καρπίμων δένδρων, καὶ ἔτι κατωτέρω ὑπὸ ἐλαιῶν καὶ ἀμπέλων· κατὰ δὲ τὴν παραλίαν ἔν τισι μικραῖς κοιλάσι, κειμέναις εἰς τὰς ὑπωρείας τοῦ ὄρους ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν ψυχρῶν ἀνέμων, θάλλει καὶ ἡ βαθυπράσινος πορτοκαλέα καὶ ἡ σιωπηλή μύρτος καὶ ἡ φιλέρτος δάφνη. Χαράδρας δὲ ἔχει ἡ πλευρὰ αὕτη πολλὰς καὶ βαθείας, ἔνθα καταπίπτοντα τὰ ἐκ τῶν κορυφῶν τοῦ ὄρους καταρρέοντα ὕδατα ποιοῦσι κρότον μέγαν, ὅστις, σφοδρού Απηλιώτου πνέοντος ἑνούμενος μετὰ τῆς ἐκ τῆς κυματωγῆς ἀναπεμπομένης βοῆς, αὐξάνει ἔτι μᾶλλον το καταπληκτικὸν μεγαλεῖον καὶ τὴν ὑψηλὴν ἐντύπωσιν, ἣν ἐμποιεῖ ἡ ἀγρία αὕτη πλευρά του Πηλίου. Ολως ἀλλοίαν ὄψιν παρέχει ἡ δυτικὴ πλευρὰ τοῦ ὄρους· καὶ τὸ μὲν μεσημβρινώτερον αὐτῆς μέρος, στραμμένον πρὸς τὸν Πελασγικόν κόλπον, δὲν ἔχει τὴν ἀγρίαν και ρωμαντικὴν ὡραιότητα τῆς περιγραφείσης πλευρᾶς, καὶ κατερχόμενη ἠρέμα καὶ οὐχὶ ἀποτόμως διὰ καταφύτων καὶ τερπνοτάτων κοιλάδων μέχρι τῶν ἀκτῶν τοῦ εἰρημένου κόλπου, σχηματίζει κατὰ τοὺς πρόποδας ἰδίως τοῦ ὄρους μίαν τῶν ὡραίων ἐκείνων εἰδυλλιακῶν χωρῶν, ὃς ἔψαλλεν ἡ Μοῦσα τοῦ Θεοκρίτου και Βιργιλίου.

Καὶ αἱ μὲν κατώτεραι μοῖραι τῆς πλευρᾶς ταύτης καλύ πτονται ὑπὸ ἐκτεταμένου δάσους ἐλαιῶν, ὅπερ ἐκτείνεται κατὰ μῆκος ἐπὶ 12 ὥρας, κατὰ πλάτος δὲ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς παραλίας ἀπολήγει κατὰ τὰ μέσα τοῦ ὄρους, ἔνθα κεῖται ἡ ζώνη τῶν ἐπὶ τῆς πλευρᾶς ταύτης χωρίων, άτινα, ὡς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς ἀνατολικῆς, σκιαζόμενα ὑπὸ πληθύος πλατάνων, συκαμινεῶν, αἰγείρων και ποικιλωτάτων καρπίμων δένδρων, διαρρεόμενα δὲ καὶ ὑπὸ διαγεστάτων υδάτων, καθιστῶσιν, ἰδίως κατὰ τὸ θέρος, τερπνοτάτην τὴν ἐν αὐτοῖς ἐνδιαίτησιν.

Ανω τῆς ζώνης ταύτης ἡ δυτική πλευρά του Πηλίου εἶναι ἄδενδρος διά τε τὴν ἐνδελεχή υλοτομίαν πρὸς καύσι μον ὕλην, ἣν ὑπέστη, καὶ διὰ τὴν καταστροφὴν τῶν δασῶν πρὸς ἀπόκτησιν γαιῶν διὰ τὴν φυτείαν τῶν γεωμήλων ἀλλὰ καίπερ γυμνή, εἶναι ὅμως γεώδης και γεωργήσιμος μέ χρι τῶν ὑψηλοτάτων ράχεων τοῦ ὄρους. Ἐξ αὐτῶν δὲ ὑπὲρ τὸ χωρίον Πορταρία ἀνυψούται ἡ ὑψηλοτάτη κορυφὴ τοῦ ὄρους, ἥτις συνισταμένη ἐκ φαιοῦ τιτανολίθου, εἶναι ἄδενδρος καὶ ἄνυδρος, ἔχουσα 5.000 ποδῶν ἀπόλυτον ὕψος. Ἡ ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ Πηλίου ἄποψις εἶναι ὡς καὶ ἡ τοῦ Ολύμπου καὶ τῆς Ὄσσης θαυμασιωτάτη. Καὶ πρὸς ἀνατολὰς μὲν ἐξαπλοῦται ὑπὸ τὸ ὄμμα τοῦ θεατοῦ ἡ γλαυκὴ καὶ ὑγρὰ πεδιὰς τοῦ Αιγαίου, ἐκτεινομένη μέχρι τῶν ἀκτῶν τοῦ ̓Αθω, τοῦ ὁποίου αἱ κορυφαί εὐκρινῶς διαγράφονται ἐπὶ τοῦ ὁρίζοντος, πρὸς δυσμὰς δὲ ἀναπτύσσεται τὸ ὡραῖον Θεσσαλικόν πεδίον, εἰς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ὁποίου παρὰ τὰς ὑπωρείας τοῦ Πηλίου, εκτείνεται ὡς μέγα κάτοπτρον ἡ Βοιβης λίμνη καὶ πρὸς μεσημβρίαν τὰ κυανᾶ ὕδατα τοῦ Πελασγικού κόλπου, καὶ ὄπισθεν αὐτῶν ἡ Ὄθρυς, ἡ Οἴτη, καὶ εἰς τὸ βάθος τοῦ ὁρίζοντος ὁ μεγαλοπρεπής ὄγκος τοῦ Παρνασσού. Εκ τῆς κορυφῆς ταύτης κατὰ τοὺς μυθολογικούς χρόνους οἱ ‘Αργοναῦται κατεσκόπευον τὸν εὑρὸν ὁρίζοντα, ὀνειροπολούντες πέραν αὐτοῦ τὴν θαυμασίαν χώραν τοῦ χρυσοῦ δέρατος. Ἐνταῦθα ἔκειτο κατὰ τὴν μαρτυρίαν τοῦ Δικαιάρχου ὁ ναὸς τοῦ ̓Ακραίου Διός, ἔνθα κατὰ τὰ κυνικὰ καύματα: ἀνήρχοντο οἱ πρόκριτοι τῆς Δημητριάδος ἐνεζωσμένοι κώδια καινὰ διὰ τὸ ἐπὶ τῆς κορυφῆς ψύχος. Ὑπὸ τὴν κορυφήν ταύτην σώζεται εἰσέτι, ἀλλὰ μὴ διατηροῦν τὴν ὑπὸ τοῦ Κοΐντου ὑμνουμένην καλλονήν, τὸ ἄντρον τοῦ Κενταύρου Χείρωνος, ἐπιπωματισμένου διὰ τινος ἐκ τῆς κορυφῆς κατακυλισθέντος βράχου. Η δὲ βορειοτέρα μοῖρα τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ Πηλίου, περιβάλλουσα ἐξ ἀνατολῶν τὴν Βοιβηΐδα λίμνην καὶ μέρος τοῦ Θεσσαλικού πεδίου εἶναι γυμνή· νάνοι δέ τινες καὶ ἀραιοι θάμνοι καθιστώσι, μελ άντερον τὸ φαιὸν χρῶμα τοῦ τιτανολίθου, ἐξ οὗ συνίστατα ἡ πλευρά αὕτη.

Το Πήλιον μνημονεύεται συχνάκις ὑπὸ τῶν ἀρχαίων συγγραφέων και ποιητῶν. Καὶ ὁ μὲν Ὅμηρος καλεῖ αὐτὸ εἶνοσίφυλλον διὰ τὰς σφοδρὰς ἐπ ̓ αὐτοῦ ἐπικρατούσας καταιγίδας, αἵτινες διασείουσι τὰ βαθέα δάση του διὰ τὴν ἀφθονίαν δὲ ταύτην τῶν δασῶν καλεῖται ὑπὸ τοῦ Ἡσιόδου ύληεν· ὁ δὲ Οβίδιος, μνημονεύων τῶν δασῶν τοῦ Πηλίου, ἀλλ ̓ οὐδόλως μεριμνῶν περὶ τῆς ἀκριβείας, καλύπτει το Πήλιον μὲ πεύκας και δρῦς, ἐξ ὧν ἡ μὲν πρώτη οὐδαμοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους ἀπαντᾷ, δρῦς δέ τινες παρατηροῦνται σχηματίζουσαι ἱεράτινὰ ἄλση περί τινα ἐξωκκλήσιον ἀλλὰ καὶ αἱ πτελεαί, ἂς θέτει ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁ Β Φλάκκος, σπανίως παρατηροῦνται ἐπ’ αὐτοῦ.

Λεπτομερεστέραν περιγραφὴν τοῦ ὄρους κατέλιπεν ἡμῖν ὁ Δικαίαρχος ἐν τῇ ἀναγραφῇ τοῦ Πηλίου. Καὶ αὐτὸς δέ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ σήμερον ἐπὶ τοῦ ὄρους φυομένων δένδρων, ἀναφέρει καὶ τὴν Ἐλάτην, ἥτις συχνότερον οὖσα κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, σπανίζει τὰ νῦν ἀπαντῶσα μόνον κατὰ τὰς ὄχθας ρεύματός τινος πρὸς βοῤῥᾶν τῆς Μακρινίτσης, ὅπερ καλεῖται ἐλατόῤῥευμα. Εσφαλμένως ἄρα οἱ νεώτεροι περιηγηταί ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξιν ἐλάτης ἐπὶ τοῦ Πηλίου.

Ὁ Δικαίαρχος ἀναφέρει βλαστάνον ἐπὶ τοῦ ὄρους φυτὸν ὅμοιον μὲ λευκὴν μύρτον, ἔχον τὴν ἰδιότητα να καθιστᾷ τὸ σῶμα ἀναίσθητον εἰς τε τὸ ψύχος καὶ τὸ θάλπος· προσεπιλέγει ὅμως ὅτι αὐτὸ φύεται εἰς ἀπότομα μέρη, ὅτι δυσκόλως ἀνευρίσκεται καὶ ἀνευρεθὲν δυσκόλως δρέπεται.

Αλλ’ ἐκτὸς τῶν εἰρημένων το Πήλιον θεωρητέον καὶ τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἰαματικὸν ὄρος τῆς Ἑλλάδος. Ἐνταῦθα βλαστάνει το κώνειον, ὁ υοσκύαμος, ἡ εὐθάλεια, το γλυκύπικρον, τὸ κενταύριον, ἡ ἀγρία νάρδος, τὸ κοχλικόν, το στραμώνιον, καὶ πλεῖστα ἄλλα ἰαματικὰ φυτά, ὧν τὴν χρῆσιν κατ ̓εἰδικῶν ἀσθενειῶν ποιοῦνται αυτόματοι ιητῆρες, ἐμπνεόμενοι ὑπό τοῦ κατὰ τὰς βήσσας τοῦ Πηλίου περιπλανωμένου πνεύματος τοῦ Χείρωνος. Αλλ’ ἐκτός τῶν ποικίλωτάτων ἐπὶ τοῦ Πηλίου δένδρων, φυτῶν, ἀνθέων, ἐπροικίσθη ὑπὸ τῆς φύσεως καὶ μὲ ποικιλίαν ὀρυκτῶν τὸ προνομιούχον τοῦτο ὄρος.

Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, ὅτε καθ ̓ ἅπασαν σχεδὸν τὴν Ἑλληνικὴν χερσόνησον παρετηρήθη πυρετώδης τις κίνησις πρὸς ἀναζήτησιν ὀρυκτῶν, ἀνεκαλύφθησαν καὶ ἐπὶ τοῦ Πηλίου χρωμικός σίδηρος, μαγγανέσιον, θεϊκὸν ἀρσενικόν, ἅτινα δυστυχῶς μέχρι τῆς σήμερον μένουσιν ἀνεκμετάλλευτα.

Τοιοῦτον λοιπὸν ἄν ὑπὸ τὴν φυσικὴν αὐτοῦ ἔποψιν τὸ Πήλιον, ἦτο διάσημον κατὰ τοὺς ἡρωϊκούς χρόνους τῆς Ελλάδος. Οι Γίγαντες ἤθελον ἀποσπῶντες αὐτὸ ἀπὸ τῶν ῥιζῶν του καὶ ἐπιθέτοντες ἐπὶ τῆς Ὄσσης νὰ ἐκπολιορκήσωσι τὴν ὑψηλὴν κορυφήν τοῦ Ολύμπου, τὴν κατοικίαν τῶν ἀρχαίων Θεῶν· ἐπὶ τῆς Σηπιάδος ἄκρας καὶ ἐντὸς τοῦ κοίλου αὐτῆς μυχοῦ ἡ Θέτις, διωκομένη ὑπὸ τοῦ Πηλέως και μεταμορφουμένη εἰς ὕδωρ, πῦρ, λέοντα, καὶ δράκοντα, ἐνδίδει τέλος εἰς τὸν ἥρωα καὶ ἀφαρπάζεται ὑπ ̓ αὐτοῦ· κατὰ τὴν μακρὰν ἄκραν τοῦ Πηλίου καὶ περὶ τὰ κάρηνα αὐτοῦ παρεκάθησαν οι Θεοί καὶ αἱ Θέαιναι εἰς τοὺς γάμους τοῦ Πηλέως καὶ τῆς Θέτιδος, καὶ ἐνταῦθα ἐβλήθη ὑπὸ τῆς Ἔριδος ἐν τῷ μέσῳ τῶν παρακαθημένων Θεαινῶν Ηρας, Αθηνᾶς καὶ Αφροδίτης τὸ μῆλον μὲ τὴν ἐπιγραφὴν «ἡ καλὴ λαβέτω». Ἐπὶ τοῦ Πηλίου κατέπεσεν ὑπὸ τὴν ἀξίνην τῶν ̓Αργοναυτῶν τὸ δένδρον, ἐξ οὗ κατεσκευάσθη ἡ ̓Αργώ, καὶ ἐκ τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἐξέπλευσε τὸ πρῶτον πλοῖον τῆς Ἑλλάδος εἰς τέως ἀγνώστους ἀκτάς πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ χρυσοῦ δέρατος. Ἐν ταῖς βήσαις τοῦ Πηλίου τέλος διητᾶτο ὁ σοφώτερος και ἐναρετώτερος τῶν συγχρόνων του, ο Κένταυρος Χείρων ὁ παιδαγωγὸς τοῦ ̓Αχιλλέως, ὅστις ἦτο ἐντὸς τῶν ἄντρων καὶ τῶν πυκνοτάτων δασῶν τοῦ Πηλίου τρεφόμενος μὲ κρέατα λεόντων.

Άλλὰ μετὰ τοὺς Ομηρικούς χρόνους τὸ ὄρος περιπίπτει εἰς ἀφάνειαν, διάσημον μόνον διὰ τὰς μυθολογικὰς ἀναμνήσεις του καὶ διὰ τὰς καλλονάς, αἵτινες ἀφθόνως ὑπὸ τῆς φύσεως ἐπιδαψιλευθεῖσαι αὐτῷ, παραμένουσιν ἀπὸ τῆς ἀρχαιό· τητος μέχρι τῶν καθ ̓ἡμᾶς χρόνων ἀμείωτοι, ἐπαυξανόμεναι ἔτι μᾶλλον τὴν σήμερον καὶ ὑπὸ τῶν ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιχαρίτως κειμένων χαριεστάτων κωμοπόλεων μεταξὺ τῶν ὁποίων εὑρίσκεται καὶ ἡ κωμόπολις “Αγιος Λαυρέντιος τὴν περιγραφή τοῦ ὁποίου κατωτέρω ἐκτιθέμεθα.